- αιμακουρίες ή αιμακορίες
- Πανάρχαιο ελληνικό έθιμο που είχε σχέση με τη λατρεία των νεκρών, κατά το οποίο γινόταν προσφορά αίματος στους τάφους επιφανών ηρώων. Στους τάφους αυτούς υπήρχε άνοιγμα από το οποίο άφηναν να ρεύσει το αίμα της προσφοράς έως τον νεκρό. Η ετυμολογική προέλευση της λέξης είναι σύνθετη από τις λέξεις αίμα και κόρος (= κορεσμός), σημαίνει δηλαδή τον κορεσμό των νεκρών με αίμα. Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι α. προσφέρονταν στον Πέλοπα. Κάθε χρόνο οι έφηβοι της Πελοποννήσου πήγαιναν στον τάφο του στην Ολυμπία και προσέφεραν το αίμα τους που έτρεχε μετά από μαστίγωση. Στην περιοχή της Δαυλίας υπήρχε ηρώο του ήρωα Αρχηγέτη όπου οι Φωκαείς θυσίαζαν σφάγια των οποίων το αίμα έφτανε έως τον νεκρό.
Dictionary of Greek. 2013.